- σοκάρομαι
- σοκάρομαι, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος βλ. πίν. 54
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν … Dictionary of Greek